- Αβαδδών
- Λέξη εβραϊκή, που αναφέρεται στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. H σημασία της είναι διπλή. Στην Παλαιά Διαθήκη (βιβλίο Ιώβ) σημαίνει τον τόπο της καταστροφής, κάτι ανάλογο με τον Άδη των αρχαίων Ελλήνων. Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη και σημαίνει όχι τον τόπο της καταστροφής, αλλά τον ίδιο τον καταστροφέα, δηλαδή τον βασιλιά του Άδη. Ο Α. είναι, κατά τον Ιωάννη, δαιμονικό πρόσωπο που εξουσιάζει τεράστιες ακρίδες με μεγάλα φτερά και φοβερά δόντια.
Dictionary of Greek. 2013.